- στερνοπαίδι
- το последыш
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στερνοπαίδι — το, Ν το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερνός + παιδί] … Dictionary of Greek
στερνοπαίδι — το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας: Έχασε τοστερνοπαίδι της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβύζι — το 1. το μόλις απογαλακτισμένο, αποσπασμένο από τον μαστό νεογνό ανθρώπου ή ζώου 2. στερνοπαίδι, στερνοπούλι … Dictionary of Greek
αποσπόρι — το 1. το υπόλειμμα του σπόρου, ο τελευταίος σπόρος 2. το τελευταίο παιδί κάποιου, το στερνοπαίδι … Dictionary of Greek
στερνογέννητος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει γεννηθεί τελευταίος 2. το ουδ. ως ουσ. το στερνογέννητο το στερνοπαίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερνός + γεννώ] … Dictionary of Greek
στερνοπούλι — το, Ν το στερνοπαίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερνός + πούλι (βλ. λ. πουλο), πρβλ. θαλασσο πούλι] … Dictionary of Greek
υστερότοκος — η, ο / ὑστερότοκος, ον, ΝΜ αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το στερνοπαίδι νεοελλ. ο δευτερογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + τοκος (< τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. πρωτό τοκος] … Dictionary of Greek
αποσπόρι — το το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας, το στερνοπαίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υστερότοκος, -η — ο 1. αυτός που γεννήθηκε τελευταίος, το στερνοπαίδι, ο Βενιαμίν της οικογένειας. 2. δευτερότοκος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)